μεγεθοποιώ

μεγεθοποιώ
μεγεθοποιῶ, -έω (Α) [μεγεθοποιός]
1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω
2. (για τον λόγο) προσδίδω ύψος, μεγαλείο, επιβλητικότητα («ἐν δὲ τοῑς μάλιστα μεγεθοποιεῑ τὰ λεγόμενα, καθάπερ τὰ σώματα, ἡ τῶν μελῶν ἐπισύνθεσις», Λογγίν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγεθοποίησις — μεγεθοποίησις, εως, ἡ (Α) [μεγεθοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγεθοποιώ, μεγέθυνση, μεγάλωμα …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”