- μεγεθοποιώ
- μεγεθοποιῶ, -έω (Α) [μεγεθοποιός]1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω2. (για τον λόγο) προσδίδω ύψος, μεγαλείο, επιβλητικότητα («ἐν δὲ τοῑς μάλιστα μεγεθοποιεῑ τὰ λεγόμενα, καθάπερ τὰ σώματα, ἡ τῶν μελῶν ἐπισύνθεσις», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.